- ξυλολεπής
- ξυλολεπής, -ές (Α)αυτός που έχει ξύλινο κέλυφος, ξυλώδη φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -λεπής (< λέπω «ξεφλουδίζω»), πρβλ. δυσ-λεπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλολεπῆ — ξυλολεπής with woody shell neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξυλολεπής with woody shell masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξυλολεπής with woody shell masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek